ζωεμπορία

ζωεμπορία
η [ζωέμπορος]
το εμπόριο ζώων, υποζυγίων ή σφαγίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζωεμπορία — η το ζωεμπόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωεμπορικός — ή, ό [ζωεμπορία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωεμπορία ή στον ζωέμπορο («ζωεμπορική πανήγυρη») …   Dictionary of Greek

  • ζωεμπόριο — το [ζωέμπορος] εμπόριο ζώων, υποζυγίων ή σφαγίων, ζωεμπορία …   Dictionary of Greek

  • ζωεμπορικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωεμπορία ή το ζωέμπορο (βλ. λλ.): Ζωεμπορική πανήγυρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωεμπόριο — το το εμπόριο ζώων, η ζωεμπορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”